πολύιδρις — πολύϊδρις , πολύιδρις of much knowledge masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυϊδρίδας — ὁ, Α ο πολύϊδρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολύϊδρις] … Dictionary of Greek
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
πολυΐδριος — ον, Α ιων. τ. βλ. πολύϊδρις … Dictionary of Greek
πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) … Dictionary of Greek
πολυιδρίων — πολυϊδρίων , πολύιδρις of much knowledge masc/fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίδριας — πολυΐδριας , πολύιδρις of much knowledge masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίδριες — πολυΐδριες , πολύιδρις of much knowledge masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύιδρι — πολύϊδρι , πολύιδρις of much knowledge masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύιδριν — πολύϊδριν , πολύιδρις of much knowledge masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)